- κοντσερτάτο
- (concertato). Σκηνή συνόλου της όπερας του 19ου αι., που χαρακτηρίζεται από τη συμμετοχή φωνών σόλο, χορωδίας και ορχήστρας. Στα πρώτα μελοδράματα του 19ου αι., το κ. αναπτύχθηκε –τουλάχιστον στο αρχικό του μέρος– όπως ένας κανών: οι διάφορες φωνές που συμμετείχαν στη σκηνή εισάγονταν διαδοχικά η μία μετά την άλλη· πρώτα οι σολίστ, έπειτα οι συμπρωταγωνιστές και τέλος η χορωδία, οπότε επιτυγχανόταν ένα ανώτατο όριο ηχητικής έντασης. Η μορφή αυτή δεν τηρήθηκε πάντα στην εξέλιξη του μελοδράματος του 19ου αι., κυρίως για σκηνικούς λόγους, υπαγορευμένους από το λιμπρέτο, που επέβαλαν διάφορες παραλλαγές στη μορφή του κ. Χαρακτηριστικό του ήταν να κλείνει ιδιαίτερα μέρη της όπερας με εκτεταμένη μελωδική γραμμή και γι’ αυτό τον λόγο παραβαλλόταν στο τέλος μιας πράξης ή και ολόκληρης της όπερας.
Με το κ., εξάλλου, αποδιδόταν το μέγεθος των αισθημάτων των διαφόρων χαρακτήρων του έργου.
Η χρήση της μορφής αυτής προήλθε από τη μουσική συνόλου και από τα φινάλε της όπερας του 18ου αι., όπου όλα τα πρόσωπα δρούσαν ομαδικά χωρίς πρωταγωνιστικούς ρόλους. Στην τελευταία περίοδο του μελοδράματος της σχολής της Νάπολης (μέσα 18ου αι.), τα κομμάτια αυτά εμπλουτίστηκαν με ζωηρές σκηνές που περιείχαν πολλά επεισόδια.
Υποδειγματικές περιπτώσεις κ. υπάρχουν στην πρώτη πράξη του Κουρέα της Σεβίλης του Ροσίνι, στην τελευταία πράξη της Νόρμα του Μπελίνι, στη δεύτερη πράξη της Τραβιάτα, στον Τροβατόρε και στον Φάλσταφ του Βέρντι, όπου το κ. αποκτά τη μορφή πραγματικής φούγκας, στο σεξτέτο (Ποιος με σταματά σε μια τέτοια στιγμή) από τη Λουκία του Λαμερμούρ του Ντονιτσέτι. Προς τα τέλη του 19ου αι., το κ. εγκαταλείφθηκε και επανεμφανίστηκε σε σποραδικές περιπτώσεις στην Τουραντό του Μπουζόνι και στον Καρντιγιάκ του Πάουλ Χίντεμιτ.
* * *τομουσ. μουσικό ύφος που χαρακτηρίζεται από την αντίθεση δύο, συχνά άνισων, χορωδιακών ή οργανικών ομάδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. concertato].
Dictionary of Greek. 2013.